- ἀκακούργως
- ἀκᾰκ-ούργως, Adv., used to expl. εὐήθως, Sch.D.19.167.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀκακούργως — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακάκουργος — ἀκάκουργος, ον (Μ) [κακοῡργος] 1. ο μη κακούργος, ο αγαθός 2. επίρρ. άκακούργως άδολα, άκακα, αφελώς … Dictionary of Greek